- συνεδριάομαι
- συνεδρ-ιάομαι, poet. for συνεδρεύω, A.R.1.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεδριάομαι — Α [συνεδρία] (επικ. τ.) συνεδρεύω … Dictionary of Greek
συνεδριάασθαι — συνεδριάομαι pres inf mp (epic) συνεδριά̱ασθαι , συνεδριάομαι pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)